άσπαγος

άσπαγος
-η, -ο
βλ. άσπαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άσπαστος — και άσπαγος, η, ο [σπάω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σπάσει («άσπαστη πέτρα», «άσπαστο ποτήρι») 2. ο αδιάσπαστος, ο συνεχής 3. (για γυναίκα) εκείνη που δεν είναι σπασμένη, η αδιακόρευτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”